Οι γραμματικιάιδις τσ’ Κόζιανς

Του σήμερον ημέρα δεν είνι να ιδείς κάναν να προυκόβ’. Ένα κι ένα χαλεύν’ να φκιάσν’ κι οι αλλ΄του ΄ιδιου.

Είδαν καμόσ’πιριστιράϊδις που φκιάν’ σύλλογου, ζήλιψαν κι ένα κι ένα χάλιψαν  να φκιάσν κι αυτοί. Έναν π’ να τουν λεν «Σύλλογους γραμματίκια κι σκαρφιά τρία μί τρία». Μι φώναξαν κι μένα κι απόρησα γιατί ιγώ δεν έχου πουλλά. Τρία στου μαγαζί κι τέσσιρα στου σπίτ’. Τι να κάμου όμους; Πήγα για να μην πουν ότι δεν είμι προυουδευτικός κι να τς  ξιγιλάσου να έρχουντι απ’ τ΄ιμένα να παίρν’ καναβούρ’.

Αντάμουσάμι στου καφινείου τα’ Καλαμπαλίκ’. Αφού ουμίλτσιν ου Μπούμπους τσ’ Κουτιάκους που έχ’ έναν ντουντά γιμάτουν πλιά κι είπιν ότι πρέπ’ να φκιάσουμι σύλλουγουν για να προυουδεύσουμι κι να μουνιάζουμι γραμματίκια μι καναρίνια, να βγάνουμι μιλέζκα, να δείχνουμι τς μικρότιρ’ πως τσακίζν’ του κακό σπυρί κι να πααίνουμι μια ικδρουμή σν Αφρική να φέρουμι πλιά, να τα μουνιάσουμι μι τς τσουρτσουλιάν’ τς θκοί μας κι να φκιάσουμι πλιά π’ να τα λέμι σουρδουπούλια κι να μην έχ’ κάνας στου ντουνιά, πήριν ου Νίκους ου  Κουρκούτας του λόγου π’ πλάει ‘ν  ούρδα κι του μπάτζιου στου παζάρ’ κι είπιν.

-Ιγώ π’ ξέρου απ’ τ’ αυτά, γιατί έφκιασα κι πρόϊδρους στ’ μπάλα, τ’ αναλάβου να φκιάσου κι χαρτιά, αλλά χαλεύου κι έναν να μ βουηθήσ’. Κι ένα κι ένα όλ’ φώναξαν κι έφκιασαν ιμένα γραμματέα. Τν άλλ’ τ’ μέρα πααίνουμι σ’ έναν δικηγόρου κι τουν λέμι.

-Χαλεύουμι  να φκιάσουμι Σύλλουγουν  για γραμματίκια. Πιτάθκιν σιαπάν.

-Μα τι λέτε κύριοι. Είστε και άνθρωποι της πιάτσας, Είναι δυνατόν; Είναι τρελλό αυτό που ζητάτε να κάνετε. Μπορεί να έχουν γίνει χίλιοι Σύλλογοι στην Κοζάνη, που κι αυτοί δεν ξέρουν γιατί είναι Σύλλογοι, αλλά ο δικός σας δεν μπορεί να έχει καμμιά νομιμότητα. Ήδη υπάρχει διαταγή να ελευθερώνονται τα πουλιά απ’ τα κλουβιά.

Έφυγάμι μι κατιβασμένα τ’ αυτιά. Μιάφρα χάλιψάμι κι μεις να προυουδέψουμι κι μας σταμάτσαν. Ιά, γι’ αυτό τ’ απουμείνουμι πίσου. Ιδώ χαλεύουμι να φκιάσουμι προυκουπή κι δε μας αφήν’. Δεν μας γλυτών’. Τα φκιάσουμι πουρεία

 

Ου Γιάννς τσ’ Λέγκους

απ’ τα Κατσκάθκα