Τα τραγούδια των Φανών

Στις εθιμικές πυρές της Αγροτικής Αποκριάς, όπως κι ο Φανός, κεντρικό ρόλο παίζουν το τραγούδι και ο χορός, τα οποία, εκτός από ψυχαγωγικό, έχουν επίσης λατρευτικό και τελετουργικό χαρακτήρα. Χόρευαν λοιπόν οι αγρότες κάτοικοι της Κοζάνης γύρω από τη φωτιά, εξορκίζοντας την κακοδαιμονία και καλώντας τις δυνάμεις του καλού να τους συντρέξουν στο δύσκολο έργο τους. Οι κινήσεις και τα βήματα του χορού τους περνούσαν από γενιά σε γενιά ίδια κι απαράλλαχτα, συνοδευτικά μάλλον του χορού, παρά αυθύπαρκτα χορευτικά μοτίβα.

Μεταξύ των τραγουδιών του Φανού την πιο σημαντική θέση κατέχουν τα λεγόμενα ξινέντραπα ή μασκαραλίτκα ή και νοικοκυρίσια κατ’ ευφημισμόν, τα οποία είναι γεμάτα σεξουαλικές αναφορές, συγκαλυμμένες ή κι …απροκάλυπτες! Τα τραγούδια αυτά τόσο στο παρελθόν όσο και τώρα είναι κοινωνικά απολύτως αποδεκτά στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, ακούγονται ελεύθερα και τραγουδιούνται ακόμα κι από τα παιδιά και τις γυναίκες.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει σκωπτικά τραγούδια. Αποκλειστικός σκοπός του τραγουδοποιού είναι εδώ η σάτιρα, η διακωμώδηση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης και μέσα από αυτήν η ανατροπή της, έστω και προσωρινή.

Μια τρίτη κατηγορία είναι τα τραγούδια της αγάπης τα οποία δεν είναι δημιουργήματα της Αποκριάς. Πρόκειται για λυρικά λαϊκά έργα που τραγουδούν τον έρωτα και τα βρίσκουμε οπουδήποτε η κοινότητα αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί τραγουδώντας.

Τελευταία θα αναφέρω τα λεγόμενα κλέφτικα, επικά τραγούδια δηλαδή, που υμνούν τα κατορθώματα των Κλεφτών ή αφηγούνται πώς ζούσαν οι αντάρτικες ομάδες πάνω στα λημέρια τους. Για τους Κοζανίτες η παρουσία τέτοιων τραγουδιών στο ρεπερτόριο της Αποκριάς δεν είναι άσχετη με τη θρυλούμενη σχέση των μαχητών της ελευθερίας με τους Φανούς.

Το Αποκριάτικο τραγούδι καλά κρατεί. Το βρίσκουμε στους κύκλους γύρω από τη φωτιά, στους χορούς, στις συγκεντρώσεις. Ακόμα και στις εκδηλώσεις της νεολαίας τα ακούμε είτε στην original μορφή τους ή και σε πιο … μοντέρνες διασκευές! Η κάθε γενιά προσθέτει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα δικά της εκφραστικά μέσα και δυνατότητες.

Ένα πάντως είναι σίγουρο. Χωρίς αυτά τα ιδιότυπα λαϊκά δημιουργήματα, η Κοζανίτικη  Αποκριά θα ήταν ένα ακόμη συνηθισμένο υπαίθριο πανηγύρι και δεν θα ξεσήκωνε τόσους επισκέπτες να έρθουν από κοντά κι από μακριά για να το γνωρίσουν και να γλεντήσουν μέσα σε μια τόσο ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

Σας καλούμε να είστε ένας από αυτούς.

Κοπιάστε!

Ιβγάτι αγόρια μ’ στου χουρό

Ιβγάτι αγόρια μ’ στου χουρό

κουράσια στου σιργιάνι

να ιδείτε κι να μάθητι

πως πιάνιτι η αγάπη

απού τα μάτια πιάνιτι

στα χείλι κατιβαίνει

κι απού τα χείλι στην καρδιά

ριζώνει κι δεν βγαίνει

Μηλίτσα μ’ πούσι στου γκριμό

Μηλίτσα μ’ πούσι στου γκριμό

τα μήλα σ’ φουτουμένη

τα μήλα σου λιμπίζουμι

κι του γκριμοό σ’ φουβούμι

κι αν τουν φουβάσι του γκριμό

έλα άπ’ του μουνουπάτι

να σι χουρτάσου φίλημα

να σι φορτώσου μήλα

του μονουπάτι μ’ έβγαζιν

σι μια χήρα γυναίκα

χήρα μου δεν παντρέβισι

να πάρεις παληκάρι

καλιά να σκάσ’ ου μαύρους μου

παρά του λόγου απ’ μ’ είπις

του παληκάρι το καλό

θέλει καλή γυναίκα

να ξέρει αδράχτι κι αργαλιό

να ξέρει να γυφαίνει

ιγώ ‘χώ άντρα στην ξενητιά

άντρα ξενητιμένου

δώδικα χρόνια καρτιρώ

κι τρία παντιχαίνου

κι απού τα τρία κι ύστιρα

καλόγρα θελ’ να γίνου

κι στου κιλί να κάθουμι

τις έμορφες να κρίνου

τις έμορφες και τις ξανθές

κι αυτές τις μαυρουμάτις

ιγώ είμι ου καλός σου

Αν είσι συ ου άντρας μου

Κι συ σεί ου καλός μου

δείξι σημάδι του σπιτιού

σημάδι του κορμιού μου

μηλιά έχ’ς μες την αυλή

κι ιλιά στουν αφαλό σου

Πιδι μ' κι αν θέλτ’ς να παντριφτείς

Πιδί μ΄αν θέλτ’ς να παντριφτείς

έλα κι ρώτα ιμένα

να σι πώ ποια είνι για σένα

ψιλή γυναίκα να μην πάρ’ς

καβάκι ξυφλισμένου

κακουκλαδευτού καημένου

κουντή γυναίκα να μην πάρ’ς

κουβάρι μαζουμένου

κακουμάζουχτου καημενού

μαύρη γυναίκα να μην πάρ’ς

τηγάνι μαυρισμένου

κακουάπλυτου καημένου

άσπρη γυναίκα να μην πάρ’ς

τσιουβάλι αλιβρουμένου

κακουτίναχτου καημένου

μιλαχρινή κι νόστιμη

στρουμπούλου κι αφράτη

μπο μπο παναθιμάτη

Αγαπώ ένα χελιδόνι

Αγαπώ ένα χελιδόνι

που η μανούλατ’ του μαλώνει

του μαλώνει κι του βρίζει

την καρδούλα του ραγίζει

του μαλώνει κι του δέρνει

την καρδούλα του μαραίνει

χελιδόνι μου ν΄ απέχεις

γιατί διάφορο δεν έχεις

πως ν’ απέχω του καημένου

πούμι ουρφανό κι ξένου

η αγάπη είναι καρφίτσα

π’ αγκυλώνει την καρδίτσα

η αγάπη είναι βελόνι

π’ αγκυλώνει το πλεμόνι

με αγκύλωσε και μένα

και τρελαίνομαι για σένα

Τα μαύρα τα κλιφτόϊπουλα

Τα μαύρα τα κλιφτόϊπουλα

τι στέκουν μαραμένα

τα μάρανιν η κλιφτουριά

τα έρημα τα ξένα

δεν πρέπ’ ιμείες ν΄αλλάζουμι

κι άσπρα να φουρούμι

μόν’ πρέπ’ ιμείς να κλαίγουμι

κι μσύρα να φουρούμι

τουν πρώτου μας τουν βάρισαν

τουν πήραν του κιφάλι

στα Γιάννινα τουν πάεισανε

στα μπέϊκα σαράϊα

βγαίνουν πασιάδις τουν τηρούν

μπέϊδις κι τουν ξιτάζουν

Τι ήταν κι πως τόπαθιν

κι ζουντάνο τουν πιάσαν

τι να την κάμει τη βλούγια

την έρμη την αρώστεια

δεν είχιν πόδια να σταθεί

χέρια να πουλιμίσει

να φάει κριάς απού Τουρκί

τζέρια απού Αρβανίτις

Πέντε αδέρφια ήμασταν

Πεντι αδέρφια ήμασταν

κιά τα πέντι παλαβά

εγώ ήμαν του μικρότιρου

κι του παλαβότιρου

μ’ έστειλαν να πάου στου μύλου

μι τη θεία μου τη Βασίλου

του σιτάρι για ν’ αλέσου

κι ότι βρώ να ψαχουλέψου

ήρθιν κι αράδα μ’ για ν’ αλέσου

του σακί μου πάου να δέσου

μα η Βασίλου δεν μ’άφήνει

του θκότ’ς χαλέβ να γίνει

σπρώξ αυτήν κι σπρώξ ιγώ

απχάτ αυτήν ουπάν ιγώ

μι στράβουσιν του νουφαλό

κι ου καημένους δεν μπουρώ

αχ μαρ θεία μ’ αν ήσαν ξέν’

πλακουμός που χάνα γέν

φκιάσει γιόκα μου τη δλιάς

ιγώ τα νάμι πάλι θειάς

αχ μαρ θεία μ’ αν ήσαν ξέν’

πλακουμός που χάνα γέν

βάλτουν γιόκα μ’ μη ρουτάς

ιγώ τα νάμι πάλι θειάς

Καλοέρ' Ζαμπουριανοί

Καλουγέρ Ζαμπουριανοί

πως παέντι από μνί

πως κοιμάστι κάθι βράδυ

δίχους αγκαλιά κι χάδι

Αιανή κι Λουζιανή

Μια δραχμή έχει του μνί

Άμα πάς κι στ’ Λαζαράδις

Τζιάμπα τ’ όχν οι φουκαράδις

Τις τρανές τις Απουκριές

Τις τρανές τις αποκριές

κρέμουντι σαν τις νουρές

κι την καθαρή Διφτέρα

σ’ κώνουν τα πουλιά παντέρα

κι την καθαρή την Τρίτη

σ’ κώνουν ου τσουλιάς μας τη μύτη

κι  την καθαρή Τιτάρτη

τρώει ου τσουλιάς μας μαρκάτι

κι τη καθαρή την Πέφτη

δεν τουν άριζιν να πέφτει

κι την άλλ’ ν’ Παρασκιβή

βρήκιν τρύπα να σιβεί

κι την άλλ’ πούταν Σαββάτου

άγλυψιν ως κι τουν πάτου

κι ετσ’ ολ ‘ ν’ καθαρή βδουμάδα

δεν νηστέβ’ ν μουν τρών αράδα

Θεία μου Νικουλάκινα

Θειά μου Νικουλάκινα

να μην πάς για λάχανα

τα μας βάλτς σι βάσανα

θειά μου Νικουλάκινα

να μην πάς κι για φασούλια

τα σι πάρουν τα σακούλια

Θειά μου Νικουλάκινα

να μην πάς κι για φακή

Κι σι βγάλουν του βρακί

Θειά μου Νικουλάκινα

να μην πάς και για πουρνάρια

κι σι σκιώσουν τα πουδάρια

Ου παπάς ου Ραγκαβέλας

Ου παπάς ου Ραγκαβέλας

είχιν μια κουτσί γουμάρα

η γουμάρα αγκάριζιν

κι ου παπάς την τάραζιν

κι είχιν πούτσις φορτουμένις

μικρές τρανές νακατουμάνις

κι ήταν όλις κουρδουμένις

σιαριανούσιν στα χούρια

Σπούρτα,Βάντσις,Κισαριά

κι έσκουζιν πουλί γιρά

πάρτι πούτσις για τα μνιά

βγήκαν νιές, κι παντριμένις

χήρις και αρραβουνιασμένις

κι όλις πήραν απού μία

μα μια χήρα η κακουμοίρα

δεν επρόφτασε καμία

μπρε παπά μπρε παληκάρια

 

για τινάξτι τα τσουβάλια

κι τινάζουν τα τσουβάλια

πέφτει μιάν μι δυό κιφάλια

αυτήν η πούτσα είν για μένα

πουν τα σπλάχνα μου καμένα

Ήταν ένας κούδιους δέντρους

Ηταν ένα κούφιους δέντρους

κι  είχιν μέσα κουκουβιάλις

κι γιννούσαν κι κλουσούσαν

κι έβγαναν τουν κούκου μπούφου

Τ’ς Χατζηντάμινας ου μπούφους

έφαγιν τ’ αρνίθια όλα

κι του πέτ’ νου του χαρχάλι

κι τουν πούτσου του κιφάλι

Πέρασα από 'να μποστάνι

Πέρασα πόνα μποστάνι

Βρίσκου μια μ’ ένα φουστάνι

τη σηκώνου του φουστάνι

μαυρομούστακο εφάνη

ν’ έδουκα κι μιά στα σκέλια

ξικαρδίστικε στα γέλια

κάθουμι κι γουνατίζου

την κουμπούρα μου γιουμίζου

σηκουθήτε παληκάρια

Κουζανιώτικα λουντάρια

Κι μι λέει παρακάτου

Στου αφράτου στου μοσχάτου

Κι μι λέει παρακάτου

Βάλτουν μέσα ως τουν πάτου

Περδίκα – Περδικούλα

Πιρδίκα πιρδικούλα μου

κουκόνα μου γραμμένη

σ’ όλου τουν κόσμου ήμιρι

σι μένα στέκεις άγρα

ρίξι την αγρουσύνη σου

κι έλα κουντά σι μένα

να σι κρατώ στα γόνατα

να σι φιλώ στα μάτια

στα μάτια στα ματόφυλλα

κι στα καγκιλόφρυδια

τι λέει του γούμαρου ου γιος

τι λέει ου ξιαστουχμένους

να του κλειδώσου μια βραδιά

στις χήρας περιβόλι

της χήρας του προυσκέφαλου

μυρίζ απού κυδώνι

του μύρισα κι  γώ σκουντός

κι σκούζω σαν τ’ αηδόνι

Κάτου στουν τρανό τουν κάμπου

Κατου στουν πλατύ του κάμπου

κάμνουν τα καβούρια γάμου

γκαχιλώνις πανηγύρι

κι ου αρίτσους μας γναντεύει

κι την κάμνει μι του μάτι

γκέλ μπουρντά μαρ μαυρουμάτα

να φηλίσου μαύρα μάτια

να φηλίσου να τσιμπήσου

του λιμό σ’ του ζκουριασμένου

τα πουδάρια σ’ τα σκασμένα

τ’ν γκαχιλωνα ν’ κακουφάνκιν

πέρν του φιριτζέ στουν ώμου

τσιάνκαρ-τσιούκναρ απ’ τουν όχτου

κάτου στουν κατή πααίνει

πέντι αυγά σι δίνου αφέντη

να κριμάσεις του γιαρέντι

Πέρα στουν πέρα μαχαλά

Πέρα στουν πέρα μαχαλά

μαζώνουνταν πουλά πιδιά

χόρευαν παληκαράκια

σαν χρυσά πιριστιράκια

κόρη ξανθή αγνάντευην

κανκάνας   δεν την άριζιν

μούγκι ένας την αρέζει

που φουρεί στραβά του φέσι

μέρα νύχτα για να πέζει

Αυτόε λαλάει του τζαμπουρά

κι  αυτήν τηριέτι στουν ουντά

τα παπλώματα στρουμένα

μια χαρά ήταν τα καημένα

Αυτός λαλάει του ιβγιλί

κι  αυτήν τηριέτι στου γιαλί

γράφιτι σαν την ακόλα

σώσι κόρη μ’ κι έλα τώρα

Σιβαίνει βγαίνει στουν ουντά

βρίσκει τα στρώματα διπλά

τα παπλώματα στρουμένα

μια χαρά ήταν τα καήμενα

Στου Γιουμέρ Μπέη τουν πύργου

Στου Γιουμέρ μπιϊ τουν πύργου

παληκάρια τρών κι πίνουν

κι πουλύ στοίχημα βάνουν

πιός πααίνει στα κουρίτσια

πιός πααίν στις παντριμένις

Ένα ρούσου παληκάρι

αυτό πααίν’ στα κουρίτσια

σέρνει ρόκα σέρνει αδράχτι

κέντημα στην αμπασχάλη

κι λινάρι στου ζουνάρι

καλημ΄ρα σας κουρίτσια

μπρε καλώς τουν του γιαρέντι

έλα ιδώ κουντά κι κάτσει

κέντημα για κιντήσεις

ιγώ του κέντημα δεν ξέρου

μούγκι αργαλιό κι ρόκα

ίρθιν η ώρα να πλαγιάσουν

κι τουν βάζουνι στην άκρη

ιγώ στην άκρη δεν κοιμούμι

ίμι ξένους κι φουβούμι

Σας παρακαλώ κουρίτσια

να μι βάλιτι στη μέση

να μι μάθιτι τη ρόκα

να σας μάθου τα πιγνίδια

πως πιρνούν οι παντριμένις

κι οι καλουχαϊδιμένις

Σας παρακαλώ κουρίτσια

να μι  βάλιτι στη μέση

να διαλέξου πια μ’ αρέσει

του παπα η θυγατέρα

που φουρεί τα λιρουμένα ριξτα κάτου τα καημένα

κι έλα βράδυ μι τι μένα

να πιράϊσς χαριτουμένα

Πίσω από την πόρτα σου (Έστησα Κρασοπουλιό)

Πίσου απ’ την πόρτα σου

κι απού την πορτουπούλα

να ζεις κουμπαρουπούλα

έστησα κρασόπουλιο

ρακί κρασί να πλήσω

να ρθείς να σι φιλήσου

όλις πάνι κ’ έρχουντι

κ’ όλις μι την αράδα

παλιά μου φιλινάδα

μια μικρή μιλαχρινή

δεν φάνηκι να έρθει

κακό που τα μας έβρει

έχει τουν άντρα τ’ς άρρουστου

κι αρρουστικό χαλέβει

κι πιός τα την πααίνει

χαλέβει μπουτ’απού τράϊ

κι αστήθ απού βιτούλα

να ζεις κουμπαρουπούλα

χαλέυει σκώτι απού αρνί

κι απ’ άγρου γίδι γάλα

παλιά μου φιλινάδα

Πέντε μπάμπις χόριβαν

Πέντι μπάμπις χόριβαν

και οι πέντι μι βρακιά

πάει κι μια ξιβράκουτι

δεν την θέλτσαν στου χουρό

πάει κι πήριν μπουχασί

κι έφκιασιν κι αυτήν βρακί

κι τσακώθκιν σι κουρφή