«Ου φίλους»

Ιπρουφές, έρξαμι πάλι κανα δυό ρακές στουν…Πατρώνα!!!

Μαζωνουμάστι κάνα δυό παλιοί ικεί…καλό πιδί κιόυ Τάκης, καθαρός είνι κι ουκουνουμικός είνι, καλή ρακί εχ’.Παένουμι κι τα λέμι τα θκα μας…

Ιπρουψές είμασταν παραπάν άπου δεκεπέντι νουματέοι…Όλ’ στην κατοχή είμαστι στου βνό…κι τούφιριν η κουβέντα να ου πάσα ένας να λέει κι μια ιστουρία ή ότ’τράβιξν ιτότις μη τς Γιρμανοί κι μι τα Ιταλοί. Άλλους ήταν στου Μπούρινου άλλους στου Σνιάτσκου, άλλους στα Χάσια ή σ΄άλλα βνά!! Τι τραβξάμι ου κοσμάκης κείνουν τουν κιρό…Απ’ τς Γιρμανοί θέλτς!! Άντα αδουκιέσι κάτι τέτοιισιάια ιστουριίς σε τσακών’ένας κόμπος στουν γκριτσλιάνου κι σ’ν άκρα απ’τα’ γλώσσα σ’…ένα κάτι σαν πικρό κι γλυκό αντάμα! Κι που είνι ψίχα πικρό…σ’αρέζ’…

Έτσι απ’λέτι ου πάσα ένας απ’ μ’ παρέα είχιν κάτ’να πεί, κατ’να μουλουείς πότι τς ταλιπόργιες απ’τράβξαν κι τα πιαλίματα απού βνό σι βνό πότι πείνις τράβξαμι…Ου ένας μας είπιν για τουν Φαρδύκαμπου πώς τσακούσιν μι τουν ιφιδρικό ου Μάντζιους τα κανόνια απ’τς Ιταλοί κι τα’ κρύψιν στου Μπούρνου κι χάλιβιν να τα πάρ’ ου Υψηλάντς. Άλλους πως βάρσαν τουν Βαθύλακα άλλους του ένα, άλλους τα’άλλου…

Ένας, ας μην τουν ουνουματίσου, πιτάχνουνταν κάθι τόσου που έσουνιν ου άλλους που ουμιλούσιν κι ίλιγιν…Άξετι να σας πω, ιγώ ένα! Μα χιρνούσιν κάνας άλλους να ουμιλάει πώς κτίσαν δυό τάγματα απ’τα’ Άγραφα να πρθούν σην κόζιαν΄κι πώς τσακώθκαν σι μλαχ μι τς Γιρμανοί κι τα Ιταλοί κι πώς σκουτώθκιν ου τάδις κι ου τάδις κι πως τσάκωσαν δώδεκα Ιταλοί και δυό Γερμανοί ιχμαλώτ…Κι άντα έσουσιν πιτάθκιν πάλι ου φίλους να πεί: «άξιτι να σας πω ένα»…Μα χίρσιν άλλους να λέει πώς σκοτώθκιν ου τάδις στου Λάκου τα΄Κατιρίντς κι ου φίλους δεν ιβρίσκιν αράδα να ουμιλίς!!! Έσουσιν κι’ αυτός μα πάλι δεν πρόλαβιν ου φίλους. Ίλιγιν ένας άλλους πώς έβαναν στα τηλέφωνα αντί για σύρμα, συρματόπλιγμα αο’ξήλωναν απ’τα χουράφια κι τς μπαξέδις…

Ου φίλους κόντιβιν να σκάς’απ’δεν ίβρισκιν αράδα να ουμιλίς’κι αυτός…Ω!

Ρα ολ’ να ουμιλίσουν κι αυτός καντίποτας;…Όσπου δεν βαστάθκα κι γώ κι τα λέου:Άφκετι κι τουν «φίλου»να πεί! Μιτίρσιν στα μάτια σαν να χάλιβιν να πεί:Ια κι’ένας απ’μ’ίχτιμάει κι κίντισιν να λέει. Οι αλλ’καρτιρούσαμι να ιδούμι τι χανα μας πει…Χίρσιν να λέει:

«Είμασταν στ’Γκουμπλισιώσταρα, καμιά δικαριά νουματέοι…Σκώνουν τα κιάλια τηρώ…Γιρμανοί…Κάτσι τα λέου…Πέρασαν ίσια μι καμιά δεκαριά λιφτά…Σκούνω τα κιάλια…τηρώ…έφυγαν-Αστι τς λέου!!!…….»

Κι’έκατσιν στουν τόπου τα’…