Κουζανιώτικα Μασλάτια και άλλα

Φανός «Λάκκους τ΄ Μάγγαν΄»

Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Πιο ανάπουδουν πάππουν απ’ τουν Κουτιούλ’ τς Λέγκους δεν ίβρισκις στου μπιρ ντουνιά! Ικείνου π’ χάνα χαράξ’! Μπιστιρά…Κι απ’ τ’ γνώμη τ δεν έβγινιν, μακάρι μ κουλουτούμπις να ‘φκιανις….

Όλα τα χρόνια η γυναίκα τ κι τα πιδιά τ σούζα στέκουνταν.. Νε κ’κ νε μ’κ! Μούτοι! Που ν’ ακουτήσν να σκώσν κιφάλ’ ή να φκιάσν κουμάντου μοναχοί τς σι κινητά κι ακίνητα! Τα τς λιάντζιν ν κουρφή…

Ναι αλλά κόντιβιν τα ουγδουνταπέντι κι τα ‘χιν όλα γραμμένα ουπανουθώ τ ακόμα σπίτ’, μαγαζί, χουράφια.. Όλα! Κι άμα τουν ίλιγιν κι κάνας τίπουτα, τις φουβέρζιν ότι τα τά ‘γραψ’ όλα σν ικκλησιά, να μάθν γνώμ! Κι ήταν τόσου στριμμένου άντιρου απού μπουρεί κι να το ‘φκιανιν κιόλας, για γινάτ’.. Στουν πάτου είδαν κι απούειδαν τα πιδιά κι είπαν να βάλν’ ν αδιρφή τ να τουν κουλαντρίσ’ θάρρουμ φκιάν’ διαθήκ’, τι αφήν’ σι ποιόν.. Να ησυχάσν! Ουρθός σκώθκιν σ’ν αρχή «Τι;» κι «Για ξιπρουβότσμα  μ’έχτι;» κλπ..αλλά στουν πάτου έστριξιν…

 

«Ε!» Είπαν όλ’ δόξα Τουν, σώθκιν η δλειά, αλλά που! Σι τρείς συμβουλιουγράφ’ τουν κουβάλτσαν κι ίσια που κόντιβαν να τουν φέρν βόλτα, γινατιάζουνταν, τς φούρλιαζιν τα χαρτιά στα μούτρα κι έφυβγιν,

Εξ’ μήνις έκαμαν τα έρμα τα πιδιά να τουν κουλουριάσν πάλι κι να στρέξ’ να πααίν οι συμβουλιουγραφείου ξανά. Για καλό κι για κακό μιάφρα τσάκουσαν προυτίτιρα τ’ συμβουλιογράφου (γυναίκα ήταν) να ’χ’ του νου τς…

«Αμάν! Το κι το! Τήρσι μην τουν ζουρίεις τίπουτα κι μας απαρατήσ’ πάλι! ΄Ο,τ’ σι λέει, ναι ισύ! Κι φκιάσι ό,τ’ καταλαβαίντς ύστιρα…»

Ε! ΄Ερχιτι μι του καλό του ζιβγάρ, ου πάππους μπουτζουμένους μι τα μούτρα σιακάτ’, η μπάμπου απού πίσου να σφίγγ’ ‘ν τσιάντα τς κι ‘ν καρδιά τς  τα πιδιά απού κουντά  «κάτστι..τι τα σας κιράσουμι;», «καντίπουτα», «καμμιά λιμουνάδα;», «τι να  χουνέψουμι;… του γιαούρτ;» κλπ, κλπ….

«Λοιπόν…» λέει ου πάππους «Αϊντι να σώνουμι! Γράφι…Ότ’ σι λέου γω τα γράφς’! Τήρσι μη …Α!»

«Μάλιστα»

«Όσου ζω, τα να ‘νι όλα θκα μ!»

«Μα..» πήγιν να πει η συμβουλιουγράφους, απου διαθήκ’ έφκιανιν  γυναίκα, δε χράζουνταν να γράψ’ τι τα γέν’ όσου ζούσιν ου Κουτιούλτς!…

Αλλά είδιν τα πιδιά απου ‘ν τηρούσαν φριγμένα κι ούδι έτσι μούλουξιν.

«Μάλιστα»

«Κι τα χουράφια, κι τα μαγαζιά, κι όλα..»

«Μάλιστα» έκαμιν ότι γράφ’ η άλλ’….

«Άμα πιθάνου…. Γράφι!»

«Μάλιστα..»

«..μσά θκά μ, μσά τς γυνάικας μ!»

Αυτά ν’ ακουν όσ’ λεν ότι όλνους δυο μέτρα γης μας πέφν, άμα τς καμαρώσουμι!

 

Και μια μικρή γνωριμία….

….μι τα Κουζανιώτικα

Γνωστές παροιμίες

Αλλ’ έτρουγαν  τα μήλα κι άλλ’ τς μούδιαζαν τα δόντια.

Άμα χυθεί του γάλα μι μπάμπαλα μαζώνιτι.

Αν δεν φουνάξ’ του πιδί, δεν του δίν’ η μάνα τ.

Αρύτιρα τα σκόρδα για να ‘νι πιο χουντρά.

Γνώρισιν η φακή τα αγγειό τς.

Είδις φαϊ κάτσι, είδις ξύλου φεύγα.

Έχουμι τραχανά απλουμένου.

Η πείνα μάτια δεν έχ’.

Κρέας ουμό κι ψάρ’ ψημένου.

Μ’ έψαν του ψάρ’ στα χείλια.

Μάζιβι κι ας είν’ κι ρόγις.

Μαύρου είνι κι του χαβιάρ’ μα του τρων οι αρχουντάδις.

Μες στην πίτα πάτσις.

Μι τουν θκος φάι κι πιέ κι αλισβιρίσ’ μην κάμς.

Μπήκαν οι λύκ’ στ’ άντιρα.

Να λιλί δόμ τσιτσί.

Να τρώει η μάνα κι του πιδί να μη δίν’

Νησκιά αρκούδα δε χορεύ’ .

Νησκό γουμάρ’ δε βγαίν’ απ’ τ’ λάσπ’.

Όμουρφέ μου κι καλέ μ τι τα φάμι βράδ’.

Τουν νησκό κουμμάτια δος τουν κι στράτις μην τουν δίντς,

Όπ’ ακούς πουλλά γκόρτσα, πάρι μικρό σακί.

Όποιους δεν τρώει ξένου κρέας τρώει του θκό τ.

Ου μουσαφίρς κι του ψάρ΄ ‘ν τριτ’ την μέρα βρουμούν.

Ου χουρτάτους του νησκό δεν τουν θυμάτι.

Ου ψεύφτς κι αν γιουματίσ’ δεν τα δειπνίσ’.

Πίτα π’ δεν τρως τι σι μέλ’ κι αν καεί.

Ποιος βάνι του δάχλου στο μέλι κι δεν τ΄αγλείφ’.

Πότι μήλα, πότι φύλλα.

Στήθους μάρμαρου κι καρδιά πατάτα

Τα ρουτήσουμι τ’ γάτα που τα βάλουμι τα ψάρια.

Τα μας ξινίσν τ’ φακή.

Τα μι κόψ’ του νιρό απ’ τα πράσα.

Τ’ αψύ του ξύδ’ χαλνάει τ’ αγγειό τ.

Τ’ αυγά τα τηγανίζν δεν τ’ αλουνίζν.

Φάτι    μάτια ψάρια και κλιά πιρίδρουμουν.

Χαλεύς κι ‘ν πίτα ακέρια κι του σκλί χουρτάτου.

Χαρισμένου ξύδ’ γλυκότιρου απού μέλ’

Χουρταίν’ η αρκούδα  μι τα κράνα.

Ψουμί άφκι για ταχιά δλειά μην αφήντς.

Κοζανίτικη …πανίδα!

σκλι= σκυλί

κούτιου= κουτάβι

μπλάρ’ = μουλάρι

γουμάρ’ = γομάρι

γιλάδα = αγελάδα

αλ’ πού ή αλούπου = αλεπού

αρίτσιους = σκαντζόχοιρος

γκαχιλώνα = χελώνα

βιρβιρίτσα = σκίουρος

γκουστιαρίτσα = σαύρα

γρούν’ = γουρούνι

πλάρ’ = πουλάρι

πούρτσιους = τράγος

πόντικας = ποντικός

πλι = πουλί

σπουρλίτ’ = σπουργίτι

γούτους = αρσενικό περιστέρι

αγρουπίστιρου = αγριοπερίστερο

γραμματίκ’ = καρδερίνα

πιρδίκα= πέρδικα

αρνίθα = κότα

πέτνους = πετεινός

μπίμπα = πάπια

σντρόμπλα = αγριόπαπια

μισίρκα ή κούρκους = γαλοπούλα

μπάκακας = βάτραχος

σαλιάγκ’ = σαλιγκάρι

σκλήκ’ = σκουλήκι

πέρπιρας = πεταλούδα

πάλιαγκας = αράχνη

μόλτσα = σκώρος

ζούζουλου = έντομο

κνούπ’ = κουνούπι

τσίντζιρας = τζίτζικας

κόρτσα= κοριός

λαγόμυγα = αλογόμυγα

μιλίσσα = μέλισσα

μπουντόσα = σφήκα

ζαμπόχιλου = μικρό χέλι

γκλιανός = γουλιανός

Κοζανίτικη… χλωρίδα!

γκουρτσιά = αχλαδιά

κουρουμπλιά = κορομηλιά

τζιρτζιλιά = βερυκοκιά

μπαλαμιά = αμυγδαλιά

καρά = καρυδιά

καλιγκιά = ροδιά

γκουγκανιά = αγριοτριανταφυλλιά

γιουργουβανιά = πασχαλιά

λιφτουκαρά = φουντουκιά

καβάκι = λεύκα

βουζιλιά = κουφοξυλιά

συκαμνιά = μουριά

γκαγκτζιά = βάτος

βατσνιά = αγκαθωτός θάμνος

ζουκούμι = πικροδάφνη

πιργουλιά =κληματαριά

ζαρζαβάτ’ = λαχανικό

γκαρμπουλάχανου = λάχανο

λάπατου = λάπαθο

γιλιά = ελιά

στιάρ’ = σιτάρι

κθάρ’ = κριθάρι

καλαμπούκ’ = καλαμπόκι

μακιδουνίσ’ = μαϊδανός

ίασμα = δυόσμος

μπαρμπαρόριζα = αρμπαρόριζα

πιρπιρούνα = παπαρούνα

γουμαράγκαθου = γαϊδουράγκαθο

τσιμπρίτσα = είδος θυμαριού

Αγιάντς = αγριοβασιλικός

καντηλίνα = φασκόμηλο

κουλουκθά = κολοκυθιά

ζανακαντές = νάρκισσος

λούδ’ = λουλούδι

τρανταφλιά = τριανταφυλλιά

μουλόχα = γεράνι

μουσχόλουδου = βιολέτα

μαχαίρις = γλαδιόλες

γίτσια = μενεξέδες

γλυκάντσους = γλυκάνισος

ΜΑΣΛΑΤΙΑ ΣΤΟΥΝ ΧΟΥΡΑΤΑ

Τα παλιά τα χρόνια π’ δεν είχαν οι φαμπλιές ούτι ράδιου ούτι τηλιόρασ’ τα χαμπάρια τς Κοζιάνς τα μάθινις απ’ τουν χουρατά. Ου κάθι μαχαλάς είχιν του θ’ κο τ’  του πιζούλ’ π’ μαζώνουνταν οι   μπάμπις κι δεν ακουτούσις ν’ απιράεις απ’ τ’ ικεί γιατί σι τηρούσαν απ’ τα νύχια μέχρι ν’ κουρφή.

 

Μια βραδά απέρασιν μια μκρή κρεχτ’ κι αφράτ’ π’ ιδώ πατούσιν κι αλλού ρίχνουνταν: «Ποια είνι μαρ αυτήν;» αρουτάει η Τιάτιου. Κι απαντάει μοναχιά τς πτάνα μι φαίνιτι»

Αψιώνιτι η Λέγκου κι τ’ λέει:

«Ποια μαρ’ λες πτάνα; Τ’ ν αμψιά μ’; Δεν αντρέπισι; Που ξέρς ισύ;»

 

Κι η  Τιάτιου για να τ’ αμπαλώσ’

«Ε μαρ δεν ξέρου τίπουτα αλλά έτσια κ’ νιούμαν κι γω απού μ’ κρή»

 

Μιαν αλλ’ βραδά η κουβέντα ήταν για μια γειτόντσα που είχιν πιθάν’.

«Τι είχιν μαρ’ η συμπιθιρά σ’;»

«Ια καντίπουτα….μιαν γκαρσουνιέρα κι δέκα χιλιάρικα στ’ν Τράπεζα»

«Όχι μαρ σιούρδα. Απού τι πέθανιν; σι λέου»

«Ια, χάλιψιν τα μ’ κρά να φαν ψημέν’  κότα κι πααίνοντας να ν’ τ’ν  παρ’ σκόνταψιν κι έσπασιν του ζνίχου.»

«Κι ύστερα;»

«Ια ύστιρας τα μ’ κρά έφαγαν μακαρόνια»

Καλές Αποκριές

Απ’ το Σύλλογο Κασμιρτζήδις

ΑΜΑ ΔΕ ΓΥΡΝΑΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ Τ’ Σ

Ου Λιόλιους απ’ ν Κουζάν’ είχιν κάτι φίλοι στ’ Φλώρινα.

Κάθι φουρά που πάεινιν ή έρχουνταν αυτοί τουν ίλιγαν ότι ήθιλαν να ‘ ρθουν μιάφρα κι αυτοί τς Απουκρές να πιράσν’ καλά. Τουν ρώτσαν:

«σε ποιό Φανό είπις ότι θα σε βρούμι»;

«Ε ρα τόσις φουρές σας είπα μουτλιανγκαίοι στα Μπουντανάθκα. Οποιον κι να ρουτίστι τα σας  πει που είνι».

Ήρθιν η τρανή η Απουκρά, άναψιν του βράδ’ ου φανός, τς  καρτιρούσιν ου Λιόλιους… άφαντοι αυτοί.

Κάπουτι κι άλλου κατά τς 12 του βράδ’ ιάτς φάνκαν.

«Τι επάθατι ρα κι άρξατι να ρθειτι; Τώρα σι λίγου ταν τουν κατουρήσουμι»

«Τι να σι πούμε ρε Γιώργο, είδαμι και έπαθάμι μέχρι να σας βρούμι, ρωτούσαμε που είναι τα Πουτανάθκα και μας έστιλναν συνέχεια στα σπιτάκια με τα κόκκινα φουτάκια».

Απ’ το Φανό ΜΠΟΥΝΤΑΝΑΘΚΑ

Ου θουμούλς απ’ τουν Αριστοτέλ’ στουν κουβά

Ημασταν σν παλιά ‘ν αίθουσα που είχιν ου Συλλόγους, σν οδό Αριστοφάνους. Γλιντούσαμε , πιρνούσαμε καλά αλλά χίρσιν να πιρνάει ή ώρα κι ένας – ένας έφυγάμι όλοι. Το …μπάρ στου Συλλόγου του κρατούσιν ου Θουμάς ου Δούρβας.

Καθάρσιν τουν νουντά κι έμασιν τα σκουπίδια σι  μια σακούλα για να τα πιτάξ’ στουν κάδου απέναντι. Κλείδουσι του Σύλλουγου κι μι τα κλειδιά στου χερ’ (ήταν κι αυτά απ’ του σπίτι τ αντάμα..) μαζί μι την σακούλα πήγιν απέναντι να τ’ ρίξ’.

Θέλτς η κακιά η ώρα, θέλτς δεν τα ‘σφιγγιν κι πολύ… φράαααστ σακούλα κι κλειδιά μαζί μέσα στουν κάδου!!!! Τι να φκιάσει ου έρμους, έσκυψι στουν κάδου να τα τσακώς’ , αλλά σκύψι- σκύψι πάρτουν μέσα!!!

Σαν να μην έφτανι αυτό, πέφτ’  κι του καπάκ’ απου πάν!

Χίρσιν να σκούζ’ κι να φουνάζ’ «βουήθεια, βουήθεια» θάρρουμ ιρθεί κάνας χριστιανός να τουν ιλιφθιρώς…Μπρε! Άκουγαν οι πιραστικοί, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβν από πού έρχουνταν οι φουνές.

Κάπουτις τουν πήραν χαμπάρι κι τουν έβγαλάν μουσχομυριστό

Φανός Αριστοτέλης

ΜΠΕΝΤΙ ΑΠ’ ΤΟΝ ΦΑΝΟ ΑΛΩΝΙΑ

Καθόταν ο Στέργιος ο Πατσώνας σε ένα παγκάκι στα Αλώνια.

Περνάει λοιπόν ο Ρούσης ο Πεσλής, τον βλέπει να κάθεται και τον ρωτάει

Ω ρε Στέργιο να σε βγάλω μια φωτογραφία;» Βγάζει τη φωτογραφία και ρωτάει ο Πατσώνας….

«Βγήκα ωραίος ρε Ρούση;»

«Βγήκες τόσο καλός που σκέφτουμι να τ’ στείλου στουν  Αι Γιώρ ‘ να στ’ βάλ στ’ ν ταϊστρα!!!»

«Μάρτ’ – Μάρτ’ – Μάρτ’ Τσιτσιούλα»!

Αποκριές! Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες στην πόλη μας, την Κοζάνη τα αστεία και τα πειράγματα ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς ακόμα και μεταξύ των συζύγων δίνουν και παίρνουν.

Χρόνια παντρεμένοι ου Μήκας και Τσιτσιούλα με παιδιά παντριμένα κι’ αυτά και αρκετά εγγουνάκια, ζούσαν ήσυχα στο παλιό το σπίτι τους και την ημέρα της Μεγάλης Αποκριάς μαζεύουνταν όλοι με τις οικογένειές τους να φιλήσουν το χέρι του παππού και της γιαγιάς και να ζητήσουν συγχώρεση.

Κέρασιν η Τσιτσιούλα του μπακλαβά, δώρσιν ου Μήκας τα  εγγόνια και αφού είπαν όλοι τα χρόνια πολλά, κίντσαν για τς Φανούς.

Γυρνώντας ο Μήκας στουν ουντά λέει στν Τσιτσιούλα χαμογιλαστά κι με νόημα «Αϊντι Τσιτσιούλα ώρα είνι τώρα που απόμναμι μονάχοι μας να Απουκρέψουμι κι ‘ μείς απόψι να κάμουμι τ’ αντέτ.»

Τη χρονιά εκείνη έτυχε να πέσει η Αποκριά την πρώτη ημέρα του Μάρτη. Χάρκιν η Τσιτσιούλα, νουστάλγησιν τα χρόνια που ήταν νέοι με το Μήκα και μια και δυο στα σβέλτα παέν σν κριβατουκάμαρα,στρώνει του κρεβάτι, ξαπλώνει κι περιμένει του Μήκα να αποκρέψ ‘ν κι αυτοί σαν άνθρουπ’. Μετά  από λίγο ανοίγει ου Μήκας  ν πόρτα τς κριβατουκάμαρας, βγάζει του κεφάλι σιγά σιγά κι φώναζει: « Μάρτ’ Μάρτ’ –Μάρτ’ Τσιτσιούλα σι γέλασα!»

ΦΑΝΟΣ ΣΚ’ΡΚΑΣ